- μπουρνούζι
- το-ιού (λ. τουρκ.), μπαμπακερή και απορροφητική μακριά ρόμπα που τη φορούν μετά το λουτρό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπουρνούζι — Λέξη που προέρχεται από την αραβική μπουρνούζ και σημαίνει την τοπική ενδυμασία των Αράβων της Β. Αφρικής. Αποτελείται από τετράγωνο ύφασμα με τρία ανοίγματα, ένα για το κεφάλι και δύο για τα χέρια. Μ. λέγεται στην Ελλάδα και πετσετέ ένδυμα σαν… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek